Όταν ήμουν πολύ μικρός, αλλά πολύ μικρός, την εποχή που μόλις οι τηλεοράσεις άρχισαν να πουλιούνται με τηλεκοντρόλ και το TV100 του Σωτήρη Κούβελα έβγαινε στον αέρα της Θεσσαλονίκης και των όμορων νομών, τότε λοιπόν, όταν άκουγα αναμετάδοση αγώνων ποδοσφαίρου στο ραδιόφωνο ή την τηλεόραση, θεωρούσα ότι υπάρχει ένας ποδοσφαιριστής ονόματι "Σαγράκης" ο οποίος σε κάθε αγώνα, καραδοκούσε γύρω από την εστία των αντιπάλων του και με περίτεχνη κεφαλιά (κεφαλιά "Σαγράκη"), κατόρθωνε να εξασφαλίσει την πολυπόθητη για την ομάδα του νίκη... Χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια για να πραγματοποιήσει ο δυστυχής και άγουρός εγκέφαλός μου τη νευρολογική σύναψη ότι ο σπίκερ δεν έλεγε "Σαγράκη" αλλά βέβαια... "κεφαλιά ψαράκι"...
Το ίδιο θυμάμαι ότι έπαθα και χρόνια αργότερα, γομάρι πια 18-19 χρονών, φοιτητής στο Ρέθυμνο στη Φιλολογία, όταν άρχισα να τραγουδάω και να παίζω κιθάρα στα ρεμπετάδικα της πόλης (Πέτρινο, Baluardo, Αραξοβόλι). Εδώ, το θύμα ήταν η "Φραγκοσυριανή", την οποία τελικά θα πρέπει να έχω τραγουδήσει περισσότερες φορές απ' ό,τι το πρόβαρε, το τραγούδησε και το ηχογράφησε ο ίδιος ο Μάρκος Βαμβακάρης.
Τέλος πάντων, τραγουδούσα με αυτοπεποίθηση: "Στο Πατέλι, στο Νυχώρι, φίνα στην Αληθινή, και στο Πίσκο ΠΙΟ ρομάντζα, γλυκειά μου Φραγκοσυριανή, και στο Πίσκο ΠΙΟ ρομάντζα (το έλεγα και δις), γλυκιά μου Φραγκοσυριανή".
Κανείς δεν με διόρθωσε ποτέ και ως εκ τούτου, διατηρούσα την εύλογη πεποίθηση και εμπιστοσύνη στην κρίση του ακροατηρίου μου ότι το τραγουδώ σωστά. Όχι όμως. Όταν το 1997 βρέθηκα στη Σύρο, στα Φιλολογικά Σεμινάρια της Ερμούπολης με τον Αλέξη Πολίτη και την Αγγέλα Καστρινάκη, είπα να γυρίσω μια βόλτα το νησί, να δω από κοντά τα χωριουδάκια που τόσο καιρό τραγουδούσα. Μετά λοιπόν από όχι και τόσο μεγάλη ταλαιπωρία, φτάνω έξω από το... λάθος χωριό.
Μια ωραιότατη μεγάλη ταμπέλα με το τοπωνύμιο, προφανώς λάθος, με υποδέχεται: "Πισκοπιό". Ρε τους αγράμματους λέω από μέσα μου, να πούμε είναι και Συριανοί και δεν ξέρουν ότι το χωριό τους είναι το "Πίσκο" και ότι εδώ το αναφέρει και ο ίδιος ο Μάρκος στη διάσημη 'Φραγκοσυριανή' ότι είναι "ΠΙΟ ρομάντζα" από τα άλλα χωριά όπως... oh wait...
Ανησυχώντας πλέον σοβαρά για την επιλογή μου να σπουδάσω Γλωσσολογία αλλά και για την ποιότητα των εγκεφαλικών μου κυττάρων, σήμερα το πρωί, 25/02/2021, μου ξανασυνέβη το ίδιο. Έχοντας σηκωθεί νωρίς και περιμένοντας να 'ρθει η ώρα τα αξιολάτρευτα τέκνα μου να αρχίσουν τηλε-εκπαίδευση, έπιασα να προχωρήσω λίγο το "Έγκλημα και Τιμωρία" του Φ. Ντοστογιέφσκι σε μετάφραση του έξοχου Άρη Αλεξάνδρου.
Λέει λοιπόν στη σελ. 32 (Εκδ. Γκοβόστη, 1997), ο μέχρι στιγμής πρωταγωνιστής κ. Μαρμελάντοβ, προς τον νεαρό και περίεργο κατά τα φαινόμενα φοιτητή Ρασκόλνικοβ, μέσα στο μεθύσι του, ότι "βρήκε από την κόρη του χρήματα για να πάρει αυτή τη μισή", και ότι "η μισή τελείωσε", κτλ. Μα τι σημαίνει μισή; Εννοούσε μισή κανάτα κρασιού; Όχι δεν εννοούσε μισή κανάτα κρασιού αλλά κανάτα κρασιού που λέγεται 'μισή' ανεξάρτητα από το αν είναι όντως μισογεμάτη ή όχι, διότι χωράει μισή οκά, δηλαδή 200 δράμια, κτλ, κτλ.
Η επιφοίτηση αυτή, μου προκάλεσε ντροπή για έναν ακόμη λόγο: διότι κατάλαβα ότι τόσα χρόνια, υπάρχει ένα ακόμα τραγούδι που τραγουδώ χωρίς να το καταλαβαίνω... "Η Γκαρσόνα", με στίχους-μουσική του Παναγιώτη Τούντα και τη Ρίτα Αμπατζή στο τραγούδι (1936-1937).
Λέει στο ρεφρέν: "Στα πεταχτά / μοιράζω τις μισές / στο πιάτο κι ο μεζές μαρίδα και τυρί / τότε κι αυτοί, μου δίνουν πουρμπουάρ, τους λέγω 'ω ρεβουάρ' και φεύγουνε στουπί".
Να λοιπόν τόσα χρόνια, οι μισές κι οι μισές τί ήταν... μισές γνώσεις ήταν!
Comentarios