
Ελληνο-Αγγλικό Λεξικό Ορολογίας
Μεταναστευτικού & Διοικητικού Δικαίου
ελληνικός όρος
άδεια εργασίας
μετάφραση
work permit
ορισμός στο νόμο
παραπομπή στο νόμο
-
Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής ('Λεξικό Τριανταφυλλίδης'), Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, Θεσσαλονίκη
ΛΚΝ
-
European Migration Network (Ευρωπαϊκό Δίκτυο Μετανάστευσης)
EMN
In the global context, a legal document issued by a competent authority of a State giving authorisation for employment of migrant workers in the host country during the period of validity of the permit.
In the EU context, a legal document issued by a competent authority of an EU Member State stating the right of a third-country national to work in its territory during the period of validity of the permit.
-
International Organization for Migration (Διεθνής Οργανισμός Μετανάστευσης - ΔΟΜ)
IOM
-
United Nations High Commissioner for Refugees (Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες)
UNHCR
-
European Commission (Ευρωπαϊκή Επιτροπή)
EC
-
United States Citizenship & Immigration Services (Υπηρεσία Ιθαγένειας και Μετανάστευσης Ηνωμένων Πολιτειών)
USCIS
-
Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής & Εξωτερικής Πολιτικής
ΕΛΙΑΜΕΠ
συναφείς όροι (EL)
Για λόγους διαλειτουργικότητας και ακεραιότητας των δεδομένων, ο συγκεκριμένος τομέας του Civilitas.GR δεν είναι διαθέσιμος σε κινητές συσκευές (πλην tablet). Παρακαλώ επισκεφτείτε την desktop/laptop έκδοση της σελίδας για τη μέγιστη εμπειρία πλοήγησης.
συναφείς όροι (EN)
πληροφορίες
πηγή πληροφοριών